πρωτό-τομος

πρωτό-τομος

πρωτό-τομος, zuerst geschnitten; κράμβη, Philodem. 30 (IX, 412); Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Προυστ, Μαρσέλ — (Proust, Παρίσι 1871 – 1922). Γάλλος συγγραφέας. Η οικογένειά του ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη· ο πατέρας του, Αντριέν, ήταν διάσημος γιατρός, και η μητέρα του, Ζαν Βεΐλ, ήταν Εβραία λορενικής καταγωγής. Σε ηλικία 9 ετών ο Μαρσέλ αρρώστησε για… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια …   Dictionary of Greek

  • Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος …   Википедия

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκώνης, Ιωάννης — (Καστρί Κυνουρίας 1796 – Αθήνα 1864). Πολιτικός, συγγραφέας και παιδαγωγός. Εκπαιδεύτηκε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1817, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του Αποστόλου Παππά. Την περίοδο αυτή εξέδωσε …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος, Κλέων — (Πύργος Βουλγαρίας 1896 – Αθήνα 1964). Κριτικός και ποιητής. Σπούδασε εμπορικά στην Ελβετία, διετέλεσε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και τελικά δημοσιογράφησε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Για ένα διάστημα εργάστηκε και στο υπουργείο Τύπου. Ο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”