καλλί-νῑκος

καλλί-νῑκος

καλλί-νῑκος, mit schönem Siege, – a) ruhmvoll siegend; Pind. P. 1, 32. 11, 46; ἄναξ Eur. Suppl. 125; Ἡρακλῆς Archil. 69. – b) den Sieg verherrlichend; στέφανος, ὕμνος, μέλος, Pind. N. 4, 16 P. 5, 106; χάρμα, κῦδος, des schönen Sieges, I. 4, 61. 1, 12; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier, N. 3, 17. – Bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenmelodie.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριαμβόνικος — θριαμβόνικος, ον (Μ) αυτός που κατήγαγε θριαμβευτική νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + νικος (< νίκη) πρβλ. καλλί νικος, φερέ νικος] …   Dictionary of Greek

  • πάννικος — ον, Α ο νικητής τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νικος (< νίκη), πρβλ. καλλί νικος] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”