καλλί-παις

καλλί-παις

καλλί-παις, παιδος, mit schönen Kindern; οἴκων εὐϑυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί Aesch. Ag. 740; καλλίπαις στέφανος, der Kranz schöner Kinder, Eur. Herc. Fur. 839; bei Plat. Phaedr. 261 a heißt Phädrus so, als Vater schöner Reden; – Νερτέρων καλλίπαις ϑεά, schönes Kind, Eur. Or. 962.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπαις — θεόπαις, ὁ, ἡ (AM) παιδί θεού μσν. (για τη θεοτόκο) τέκνο τού θεού («ἡ θεόπαις Μαριάμ») αρχ. φρ. «θεόπαις Βαθυλών» η θεϊκή Βαβυλώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παις (< παις), πρβλ. αεί παις, καλλί παις] …   Dictionary of Greek

  • μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”