- γαληνίζω
γαληνίζω, windstill machen, beruhigen, Hippocr.; erheitern, Eur. frg. Stob. flor. 113, 5; – intrans., ruhig, heiter sein, Alexis bei Ath. IX, 421 e; καὶ χαίρειν Plut. non posse 4; vgl. B. A. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαληνίζω, windstill machen, beruhigen, Hippocr.; erheitern, Eur. frg. Stob. flor. 113, 5; – intrans., ruhig, heiter sein, Alexis bei Ath. IX, 421 e; καὶ χαίρειν Plut. non posse 4; vgl. B. A. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαληνίζω — (AM γαληνίζω) [γαλήνη] γίνομαι γαλήνιος, ημερεύω … Dictionary of Greek
αγαλήνιστος — η, ο [γαληνίζω] ο αγαλήνευτος* … Dictionary of Greek
γαλήνισμα — το [γαληνίζω] το γαλήνεμα … Dictionary of Greek
γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση … Dictionary of Greek
λαγανίζω — (Α λαγανίζω) [λάγανον] νεοελλ. καθαρίζω σιτάρι στο αλώνι με τη σκούπα αρχ. 1. τρώω πίτες, λάγανα 2. (εσφ. γρφ.) (για άνεμο) γαληνίζω, γαληνεύω … Dictionary of Greek