- καλλι-πέδῑλος
καλλι-πέδῑλος, mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλι-πέδῑλος, mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) … Dictionary of Greek