προ-ΐζω

προ-ΐζω

προ-ΐζω (s. ἵζω), vorsetzen, Sp.; med. den Vorsitz haben, Her. 8, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προκαταπείσῃ — πρό , κατά , ἀπό , εἰσ κάθημαι to be seated pres ind mid 2nd sg πρό , κατά , ἀπό ἕζομαι seat oneself fut ind mid 2nd sg (ionic) πρό , κατά , ἀπό εἴδομαι see aor subj act 3rd sg πρό , κατά , ἀπό εἰσίημι sendinto aor subj mid 2nd sg πρό , κατά ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηνίξατο — προηνί̱ξατο , πρό , ἀνά ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (doric) προηνίξατο , πρό , ἀνά ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (doric) προηνίξατο , πρό ἑνίζω to be a partisan of the One aor ind mid 3rd sg προηνίξατο , πρό ἐνίζω to set in aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαναπείσας — προαναπείσᾱς , πρό , ἀνά , ἀπό εἴδομαι see aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προαναπείσᾱς , πρό , ἀνά , ἀπό ἵζω si sd o aor part act masc nom/voc sg (ionic) προαναπείσᾱς , πρό , ἀνά ἀφίημι send forth aor part act fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • προποδίζω — ΜΑ μσν. μτφ. κάνω κάποιον να προοδεύει, να πάει μπροστά αρχ. κινώ τα πόδια προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πούς, ποδός + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • προπουβλικίζω — Μ δημοσιεύω κάτι προηγουμένως, κοινοποιώ κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λατ. publicus «δημόσιος, αυτός που δημοσιεύει» + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • προτέγισμα — ίσματος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ προτεγίσματα το μπροστινό μέρος τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τέγος «στέγη» + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • προτένισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. το προεκτεινόμενο στέγασμα 2. μτφ. η σκέπη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θ. τεν τής απαθούς βαθμίδας τού τείνω (πρβλ. τέν ων, ευθυτεν ής) + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”