καλύπτρα

καλύπτρα

καλύπτρα, , Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέϑηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῠνται, Deckel, Her. 4, 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλύπτρα — καλύπτρᾱ , κάλυπτρα veil fem nom/voc/acc dual καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc/acc dual (ionic) καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρᾳ — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτραι , καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυπτρα — veil fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλύπτρας — καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem acc pl καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem gen sg (attic doric aeolic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem acc pl (ionic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραι — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραις — κάλυπτρα veil fem dat pl καλύπτρα fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραν — καλύπτρᾱν , καλύπτρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρης — κάλυπτρα veil fem gen sg (epic ionic) καλύπτρα fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρῃ — κάλυπτρα veil fem dat sg (epic ionic) καλύπτρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”