κανονικός

κανονικός

κανονικός, nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. ἀναλογία κανονική, Eust.; τέχνη, die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠϑικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανονικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα: Αυτός είναι ο κανονικός σχηματισμός του ρήματος. 2. συμμετρικός, φυσιολογικός, ομαλός: Έχει κανονικό σώμα. 3. τακτικός: Θα σε επισκεφτώ στην κανονική ώρα λειτουργίας του γραφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανονικά — κανονικός of neut nom/voc/acc pl κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc/acc dual κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικώτερον — κανονικός of adverbial comp κανονικός of masc acc comp sg κανονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικῶν — κανονικός of fem gen pl κανονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικόν — κανονικός of masc acc sg κανονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Каноник — (κανονικός): 1) в древней греческой церкви название священнослужителей, внесенных в список (κανων) или священный каталог епархии. От греков это название перешло в римскую и позже в англиканскую церкви, где им обозначается штатный… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κανονικαῖς — κανονικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονικαί — κανονικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”