κανονικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα: Αυτός είναι ο κανονικός σχηματισμός του ρήματος. 2. συμμετρικός, φυσιολογικός, ομαλός: Έχει κανονικό σώμα. 3. τακτικός: Θα σε επισκεφτώ στην κανονική ώρα λειτουργίας του γραφείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανονικά — κανονικός of neut nom/voc/acc pl κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc/acc dual κανονικά̱ , κανονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικώτερον — κανονικός of adverbial comp κανονικός of masc acc comp sg κανονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικῶν — κανονικός of fem gen pl κανονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικόν — κανονικός of masc acc sg κανονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Каноник — (κανονικός): 1) в древней греческой церкви название священнослужителей, внесенных в список (κανων) или священный каталог епархии. От греков это название перешло в римскую и позже в англиканскую церкви, где им обозначается штатный… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κανονικαῖς — κανονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονικαί — κανονικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)