κανη-φόρος

κανη-φόρος

κανη-φόρος, korbtragend, gew. ἡ καν., die Jungfrau, welche in Athen an den Festen der Demeter u. Athene, wie an den Dionysien einen Korb mit heiligen Geräthen auf dem Kopfe in Procession trug, Ar. Av. 1551; Inscr. u. VLL. Hierzu erwählt zu werden galt als eine hohe Ehre. Die Künstler stellten oft solche weibliche Gestalten dar, die mit beiden Händen einen Korb auf dem Kopfe hielten; am berühmtesten waren die Kanephoren des Polyklet und des Skopas.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κραββατοφόριος — κραββατοφόριος, ὁ (Α) φέρετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κραββατοφόριος αντί τού ορθτ. κραββατοφόρος < κράββατος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. κανη φόρος, νεκρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θηκοφόρος — α, ο (Α θηκοφόρος, ον) 1. ο κιστοφόρος 2. (για ζώα) αυτός που φέρει θήκη, κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδετικό φων. ο + φορος (< φέρω), πρβλ. κανη φόρος τροχο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυαφόρος — θυαφόρος, ὁ (Α) επιγρ. λιβανοφόρος, αυτός που φέρει θύα*, λιβανωτό για τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύα + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, κανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρος — Γένος περκομόρφων οστεϊχθύων της οικογένειας των ιστιοφοριδών. Μοιάζει με τον ξιφία γιατί το ρύγχος του προεκτείνεται σε μια μακριά λόγχη. Το σώμα του είναι λεπτό, τα κοιλιακά του πτερύγια μακριά και το ραχιαίο πτερύγιό του μεγάλο σαν ιστίο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”