- καννάβινος
καννάβινος, hansen, aus Hanf gemacht, Sp., κράμβη Automed. 7 (XI, 325); s. auch κανάβινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καννάβινος, hansen, aus Hanf gemacht, Sp., κράμβη Automed. 7 (XI, 325); s. auch κανάβινος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καννάβινος, -η, -ο — και κανναβένιος, ια, ιο και κανναβίσιος, ια, ιο ο πλεγμένος με κλωστές κανναβιού: Αυτό το ύφασμα είναι κανναβίσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καννάβινος — like hemp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννάβινον — καννάβινος like hemp masc acc sg καννάβινος like hemp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβίναις — καννάβινος like hemp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβίνης — καννάβινος like hemp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβίνοις — καννάβινος like hemp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβίνους — καννάβινος like hemp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβίνῳ — καννάβινος like hemp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννάβινα — καννάβινος like hemp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek