καναχή

καναχή

καναχή, , Geräusch, Getön; vom Klange des Erzes, δεινὴν πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε, furchtbar erklang der Helm, Il. 16, 104, vgl. 794; vom Gestampfe der Maulthiere, Od. 6, 82; καναχὴ ὀδόντων, Zähneknirschen, Il. 19, 365; Hes. Sc. 164, vgl. 160 καναχῇσι δὲ βεβρυχυῖα. Von Flöten, καναχαὶ αὐλῶν, Flötengetön, Pind. P. 10, 39, wie Soph. Tr. 639; χρυσοῦ καναχή Ant. 130, von goldenen Waffen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • καναχή — sharp sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) καναχός noisy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχῇ — καναχέω rang pres subj mp 2nd sg καναχέω rang pres ind mp 2nd sg καναχέω rang pres subj act 3rd sg καναχή sharp sound fem dat sg (attic epic ionic) καναχός noisy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχαί — καναχή sharp sound fem nom/voc pl καναχός noisy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχήν — καναχή sharp sound fem acc sg (attic epic ionic) καναχός noisy fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχηδής — καναχηδής, ές (Α) [καναχή] καναχής*. επίρρ... καναχηδά και καναχηδόν (Α) 1. με ισχυρό κρότο, με θόρυβο, με ήχο δυνατό 2. φρ. «Λυδία μίτρα καναχηδά πεποικιλμένα» λύδιο άσμα που συνοδεύεται από μουσικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίρρ. καναχη δά και… …   Dictionary of Greek

  • καναχά — καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχή sharp sound fem nom/voc sg (doric aeolic) καναχός noisy neut nom/voc/acc pl καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc/acc dual καναχά̱ , καναχός noisy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • канюк — каня полевой коршун с неприятным криком (Даль); вид небольшого филина, Striх sсорs , укр. канюк, каня, блр. кана, болг. каняк коршун , сербохорв. ка̏ња лунь, сарыч , словен. kanja, чеш. kaně – то же, слвц. kаňа, польск. kania коршун , в. луж.,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ηικανός — ἠϊκανός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτρυών», πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α συνθετικό η ι < *ᾱυσ ι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*awes «φωτίζω», απ όπου και το ηώς «αυγή». Το ι δηλωτικό τής τοπικής πτώσης ή ανάλογο τού τερψίμβροτος*. Το β… …   Dictionary of Greek

  • κανάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Μ κανάκι) νεοελλ. συν. στον πληθ. τα κανάκια 1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα 2. (για παιδιά)… …   Dictionary of Greek

  • κανάσσω — (Α) [καναχή] καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”