- γαιά-οχος
γαιά-οχος, dor. = γαιήοχος, Pind. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαιά-οχος, dor. = γαιήοχος, Pind. u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
u̯eĝh- — u̯eĝh English meaning: to move, carry, drive Deutsche Übersetzung: “bewegen, ziehen, fahren under dgl” Note: eine zero grade uĝh only in Ar. and probably also in Alb. Material: O.Ind. váhati “leads, travels, zieht, fũhrt… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αιγίοχος — αἰγίοχος, ον (Α) αυτός που κινεί, κραδαίνει την αιγίδα* (ως επίθ. τού Διός και τής Αθηνάς). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. από τα αἰγίς + Fοχος το β συνθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *wegh που σήμαινε «κινώ, φέρω, οδηγώ», απ’ όπου ελλην. Fέχω «φέρω», ὄχος, ὄχημα … Dictionary of Greek
γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek