δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη … Dictionary of Greek
μεγαλοδαίμων — μεγαλοδαίμων, ονος, ὁ (Α) μεγάλη θεότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων, ολβιο δαίμων)] … Dictionary of Greek
ολβιοδαίμων — ὀλβιοδαίμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει καλή τύχη από τον θεό, ευτυχισμένος, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων)] … Dictionary of Greek
φιλοδαίμων — ον, ΜΑ αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, τα ψεύτικα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δαίμων (πρβλ. κακο δαίμων)] … Dictionary of Greek
τρισκακοδαίμων — ον, Α τρεις φορές κακοδαίμων, πολύ κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + κακο δαίμων «δυστυχής»] … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia
Гений (мифология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Гений (значения). [[Файл:Genio romano de Ponte Puñide (M.A.N. 1928 60 1) 01.jpg|thumb|220px|right|Гений (I век, [[Национальный археологический музей (Мадрид)|Национальный ], Мадрид)]] Гений (от… … Википедия
κακοδαίμων — ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον) αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής || (μσν. αρχ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ κακοδαίμων πονηρό πνεύμα, κακός δαίμονας αρχ. αυτός που κατέχεται από κακό δαίμονα, από πονηρό πνεύμα. επίρρ... κακοδαιμόνως (Α) με κακοδαίμονα… … Dictionary of Greek
κακορρέκτης — κακορρέκτης, ὁ, θηλ. κακορρέκτειρα (Α) αυτός που πράττει το κακό, καταστρεπτικός, βλαπτικός, επιβλαβής («κακορρέκτης δαίμων», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρέκτης (< ρέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο ρρέκτης] … Dictionary of Greek
κακοφρονώ — κακοφρονῶ, έω (AM) [κακόφρων] μέσ. περιφρονώ, καταφρονώ αρχ.) 1. είμαι κακόφρων, δυσμενής, έχω κακό φρόνημα, έχω κακές διαθέσεις («καὶ τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων», Αισχύλ.) 2. είμαι ανόητος, άφρων, άμυαλος … Dictionary of Greek