- κακο-κλεής
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-κλεής, ές, von schlechtem Rufe, αἶσχος, Tryph. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοκλεής — ἰσοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ... ἰσοκλεῶς (Μ) με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek
κακοκλεής — κακοκλεής, ές (Α) αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κλεής (< κλέος), πρβλ. ισο κλεής, μεγαλο κλεής] … Dictionary of Greek