- κακο-ποιός
κακο-ποιός, schlecht machend, verderbend, schädlich; ὄνειδος Pind. N. 8, 33; Arist. Eth. 4, 3; γυνή Pol. 15, 25, 1; a. Sp., wie S. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-ποιός, schlecht machend, verderbend, schädlich; ὄνειδος Pind. N. 8, 33; Arist. Eth. 4, 3; γυνή Pol. 15, 25, 1; a. Sp., wie S. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ευαισθητοποιός — ό 1. αυτός που καθιστά κάτι ευαίσθητο 2. ιατρ. α) αυτός που προκαλεί ευαισθητοποίηση β) «ευαισθητοποιός ουσία» ουσία την οποία παράγουν τα κύτταρα τού οργανισμού όταν αντιδρούν στην επίδραση τών μικροβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος + ποιός (<… … Dictionary of Greek
ευθυμοποιός — εὐθυμοποιός, όν (Μ) αυτός που προκαλεί ευθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύθυμος + ποιός < ποιώ (πρβλ. βροχο ποιός, κακο ποιός)] … Dictionary of Greek
ευφραντοποιός — εὐφραντοποιός, όν (Α) ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός + ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
ευωδοποιός — εὐωδοποιός, όν (Α) (μτφ. για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που καθιστά κάτι ευώδες («εὐωδοποιὸν ἐπιφοίτησιν, Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευώδης + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ησυχοποιός — ἡσυχοποιός, ό (Α) ο σιλεντιάριος*, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση τής εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
ιλαροποιός — ἱλαροποιός, όν (Α) αυτός που χαρίζει ιλαρότητα, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
καθαροποιός — καθαροποιός, όν (Μ) αυτός που καθαρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
καινοποιός — καινοποιός, όν (Α) αυτός που κάνει κάτι νέο, που ανανεώνει, ο ανανεωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο ποιός, κακο ποιός] … Dictionary of Greek
κοινοποιός — κοινοποιός, όν (Μ) αυτός που δημιουργεί κοινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. κακο ποιός, υποδηματο ποιός] … Dictionary of Greek