- κακη-πελέων
κακη-πελέων (πέλομαι), übel daran seiend, sich schlecht befindend, krank, von Nic. Th. 878 Al. 93 dem homerischen ὀλιγηπελέων nachgebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακη-πελέων (πέλομαι), übel daran seiend, sich schlecht befindend, krank, von Nic. Th. 878 Al. 93 dem homerischen ὀλιγηπελέων nachgebildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek