- κακό-δουλος
κακό-δουλος, ὁ, ein schlechter Sklave; Cratin. in B. A. 104 u. Poll. 3, 80; Luc. philop. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-δουλος, ὁ, ein schlechter Sklave; Cratin. in B. A. 104 u. Poll. 3, 80; Luc. philop. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… … Dictionary of Greek
Αβδεναγώ — Βιβλικό πρόσωπο. Στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ αναφέρεται ότι o Α. ρίχτηκε στη «φλεγόμενη κάμινο» μαζί με άλλους δύο νεαρούς Εβραίους, τον Σεδράχ και τον Μισάχ, κατά διαταγή του Ναβουχοδονόσορ κι ότι βγήκε από εκεί χωρίς να πάθει κανένα κακό. Ο Α … Dictionary of Greek