κακό-γηρως

κακό-γηρως

κακό-γηρως, von unglücklichem Greisenalter, Hdn. epim. 205.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”