- κακό-φραστος
κακό-φραστος, schlecht ausgedrückt, λόγος Schol. Eur. Or. 673.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-φραστος, schlecht ausgedrückt, λόγος Schol. Eur. Or. 673.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ταχύφραστος — ον, Μ αυτός που λέγεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. κακό φραστος] … Dictionary of Greek