- κακό-πλαστος
κακό-πλαστος, schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-πλαστος, schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδιόπλαστος — ἰδιόπλαστος, ον (Α) αυτός που πλάστηκε μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακό πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ανεμικός — ή, ό (Μ ἀνεμικός, ή, όν) [άνεμος] μσν. ανυπόστατος, πλαστός νεοελλ. Ι. το θηλ. ως ουσ. 1. η ανεμική δυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα 2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση 3. δύσκολη περίσταση, συμφορά II. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό… … Dictionary of Greek