- κακό-πους
κακό-πους, ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακό-πους, ποδος, mit schlechten, schwachen oder häßlichen Füßen; Xen. de re equ. 1, 2 Mem. 3, 3, 4; Arist. H. A. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοποδινός — κακοποδινός, ή, όν (Α) μτγν. αυτός που φέρνει ατυχία, αυτός που έχει κακό ποδαρικό, κακοπόδαρος, δυσοίωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινός] … Dictionary of Greek
παιάνας — Αρχαία ελληνική σύνθεση, η οποία καταγόταν από ένα αρχικό ιερό τραγούδι προς τον Παιήονα Απόλλωνα (θεραπευτή). Ο π. κατόπιν χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για την αποτροπή ασθενειών, αλλά και για να υμνήσει τη νικηφόρα έκβαση ενός πολέμου, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek