- γελᾱνής
γελᾱνής, ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελᾱνής, ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] … Dictionary of Greek
γελανεῖ — γελᾱνεῖ , γελανής cheerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric) γελᾱνεῖ , γελανής cheerful masc/fem/neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek