κελέοντες

κελέοντες

κελέοντες, οἱ, die langen Bäume des Webstuhls, zwischen denen das Gewebe ausgespannt war, Theocr. 18, 34; vgl. ἱστόποδες; Harpocr. B. A. 271.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κελέοντες — κελέοντες, οἱ (Α) τα δοκάρια τού όρθιου υφαντικού ιστού, τού αργαλειού τών αρχαίων, ανάμεσα στα οποία εκτεινόταν το ύφασμα που ύφαιναν. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με μετοχή ενεστ. ενός αμάρτυρου *κελέω, παρ. ενός επίσης αμάρτυρου *κέλος. (πρβλ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • κελέοντες — κέλλω drive on fut part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελοί — κελοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός] …   Dictionary of Greek

  • κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …   Dictionary of Greek

  • κελεόντων — κέλλω drive on fut part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέοντας — κέλλω drive on fut part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) κελέοντες the vertical beams in the upright loom masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”