- προ-οίχομαι
προ-οίχομαι, dep. med. (s. οἴχομαι), voraus- od vorhergehen, Xen. Cyr. 7, 4, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-οίχομαι, dep. med. (s. οἴχομαι), voraus- od vorhergehen, Xen. Cyr. 7, 4, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προοίχομαι — Α απέρχομαι αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἴχομαι «αποχωρώ, απέρχομαι»] … Dictionary of Greek
οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… … Dictionary of Greek