κελητίζω — ride pres subj act 1st sg κελητίζω ride pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] … Dictionary of Greek
κελητίζει — κελητίζω ride pres ind mp 2nd sg κελητίζω ride pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζοντι — κελητίζω ride pres part act masc/neut dat sg κελητίζω ride pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίσαι — κελητίζω ride aor inf act κελητίσαῑ , κελητίζω ride aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκελήτιζον — κελητίζω ride imperf ind act 3rd pl κελητίζω ride imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζειν — κελητίζω ride pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζεις — κελητίζω ride pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζοντες — κελητίζω ride pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζοντος — κελητίζω ride pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελητίζουσαν — κελητίζω ride pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)