- κελαδεννός
κελαδεννός, dor., dasselbe; ὕβρις Pind. I. 3, 26; ἔπεα P. 3, 113; Χάριτες P. 9, 92; also übh. tönend, klangreich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελαδεννός, dor., dasselbe; ὕβρις Pind. I. 3, 26; ἔπεα P. 3, 113; Χάριτες P. 9, 92; also übh. tönend, klangreich.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κελαδεννός — κελαδεινός sounding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδεινός — κελαδεινός, ή, όν και αιολ. τ. κελαδεννός, ή, όν (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα εινός (αιολ. εννός), πρβλ. φα εινός / φα εννός] … Dictionary of Greek