γενέθλη

γενέθλη

γενέθλη, , gleichbedeutend mit γενεά, welches vgl.; Geschlecht, Abstammung; Hom. Od. 4, 232 ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέϑλης; 13, 130 τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξεισι γενέϑλης; Iliad. 19, 111 τῶν ἀνδρῶν, οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέϑλης, vgl. 105 τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ ϑ' αἵματος ἐξ ἐμεῦ εἰσίν; von Pferden Iliad. 5. 270 τῶν οἱ ἓξ ἐγένοντο ἐνὶ μεγάροισι γενέϑλη (v. l. γενέϑλης); vom Silber, Iliad. 2. 857 τηλόϑεν ἐξ Ἀλύβης, ὅϑεν ἀργύρου ἐστὶ γενέϑλη. – Ap. Rh. 2, 521; Soph. El. 219 u. a. D.; Zeitalter, ἐφ' ἡμετέρῃ γενέϑλῃ Opp. H. 5, 459; ἐκ γενέϑλης, von Geburt an, Dion. Per. 1044.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… …   Dictionary of Greek

  • γενέθλη — race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃ — γενέθλη race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλαις — γενέθλη race fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλην — γενέθλη race fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλης — γενέθλη race fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃσι — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλῃσιν — γενέθλη race fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • γενέθλα — γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc/acc dual γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλας — γενέθλᾱς , γενέθλη race fem acc pl γενέθλᾱς , γενέθλη race fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”