κεν-αγγής

κεν-αγγής

κεν-αγγής, ές, die Gefäße, den Magen leerend, aushungernd, ἀπλοίᾳ κεναγγεῖ Aesch. Ag. 181.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεναγγής — κεναγγής, ές (Α) 1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία τού σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και… …   Dictionary of Greek

  • συναγγία — ἡ, Α μέρος γεμάτο λάκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αγγία (< αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν αγγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”