- προ-οδεύω
προ-οδεύω, voranreisen, Luc. Hermot. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-οδεύω, voranreisen, Luc. Hermot. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδιεξωδευμένα — πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp neut nom/voc/acc pl προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc/acc dual προδιεξωδευμένᾱ , πρό , διά , ἐκ ὁδεύω go perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
προεξώδευσεν — πρό , ἐκ ὁδεύω go aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)