γειτόνευμα

γειτόνευμα

γειτόνευμα, τό, = γειτόνημα, Aret.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γειτόνεμα — το (AM γειτόνευμα και γειτόνημα) [γειτονώ] 1. η γειτνίαση, το να κατοικεί ή να βρίσκεται κάποιος κοντά σε κάποιον άλλον 2. οι γείτονες (φρ., «κακό το γειτόνεμα, πούλα το σπίτι σου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”