- κειρύλος
κειρύλος, ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειρύλος, ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κειρύλος — κειρύλος, ὁ (Α) βλ. κηρύλος … Dictionary of Greek
κειρύλος — κηρύλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… … Dictionary of Greek