κενότης

κενότης

κενότης, ητος, ἡ, die Leere, Plat. Rep. IX, 585 b Tim. 58 b; Nichtigkeit, Eitelkeit, Sp., wie Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κενότης — emptiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — κενότης emptiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητας — κενότης emptiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητι — κενότης emptiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητος — κενότης emptiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”