γεω-μόρος

γεω-μόρος

γεω-μόρος, dor. γαμόρος, sp. Ep. γειομόρος, w. m. s.; 1) wer bei der Ackervertheilung ein Stück Land bekommen hat, Gutsbesitzer, dah. in Staaten, wo Grundbesitz den Haupttheil des Vermögens ausmacht, Vornehmer, Edler im Staate; so in Syrakus, Samos, Her. 5, 77. 6, 22. 7, 155; Thuc. 8, 21; Aesch. Suppl. 608 nennt die Bürger in Argos so; in Athen der Bauernstand nach der Eintheilung des Theseus, Plut. Thes. 25. Uebh. der Begüterte, Plat. Legg. V, 737 e VIII, 843 b. – 2) adj., das Land bestellend, βοῠς Ap. Rh. 1, 1214. – 3) οἱ, Ackervertheiler, decemviri agris dividundis, Dion. Hal. 9, 52.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”