- προ-ηγορεών
προ-ηγορεών, ὁ, auch zsgzn πρηγορεών, ῶνος, ὁ, der Kropf der Vögel, worin sie den Fraß vorher sammeln, προαγείρω, und einweichen, ehe er in den Magen kommt, Arist. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ηγορεών, ὁ, auch zsgzn πρηγορεών, ῶνος, ὁ, der Kropf der Vögel, worin sie den Fraß vorher sammeln, προαγείρω, und einweichen, ehe er in den Magen kommt, Arist. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… … Dictionary of Greek
πρηγορεών — και πρηγορών και προηγορεών, ῶνος, β, Α 1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα 2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός τού Κλέωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ ηγορεών, με έκθλιψη τού ο ή κράση τών οη , πρβλ. προ… … Dictionary of Greek