- κεφαλίνη
κεφαλίνη, ἡ, der hinterste Theil der Zunge nach dem Schlunde zu, Poll. 2, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλίνη, ἡ, der hinterste Theil der Zunge nach dem Schlunde zu, Poll. 2, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλίνη — (Α κεφαλίνη) νεοελλ. 1. γλυκερο φωσφο αμινολιπίδιο που εξάγεται από την εγκεφαλική μάζα 2. παλαιά ονομασία τής αιθανολαμίνης αρχ. η ρίζα τής γλώσσας, η οποία θεωρούνταν ως έδρα τής γεύσης («τὸ δὲ πλέον ἡ γλῶσσα τῆς εἰς τὴν γεῡσιν αἰσθήσεως ἔχει… … Dictionary of Greek
κεφαλίνην — κεφαλίνη root of the tongue fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… … Dictionary of Greek