- κεφαλο-δέσμιον
κεφαλο-δέσμιον, τό, dim. zum Folgdn, Schol. Il. 14, 184 u. Od. 10, 545 Erkl. von κρήδεμνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεφαλο-δέσμιον, τό, dim. zum Folgdn, Schol. Il. 14, 184 u. Od. 10, 545 Erkl. von κρήδεμνον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνοδέσμη — κυνοδέσμη, ἡ, ή κυνοδέσμιον, τὸ (Α) δέρμα με το οποίο οι χορευτές έδεναν την πόσθη («ᾦ δέ τὴν πόσθην ἀπεδοῡντο, τοῡτον τὸν δεσμὸν κυνοδέσμιον ὠνόμαζον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δέσμη (< δεσμός < δέω), πρβλ. μονο δέσμη, στηθο δέσμη … Dictionary of Greek