προ-οικία

προ-οικία

προ-οικία, , vorstehender Theil des Hauses, suggrunda, Sp., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προοικία — ἡ, Α το μέρος τής οικίας που προεξέχει, το γείσο τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἰκια] …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιείο(ν) — το (Α Ὀλυμπιεῑον και Ὀλυμπίειον και Ὀλύμπιον) [Ολύμπιος] ο ναός τού Ολυμπίου Διός στην Αθήνα κοντά στον Ιλισσό («ἐν τῆδε τῆ πλησίον τοῡ Ὀλυμπίου οἰκίᾳ τῆ Μορυχίᾳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ο ναός τού Ολυμπίου Διός στις Συρακούσες 2. στον πληθ. τὰ Ὀλυμπίεια …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • οπισθόδομος — Το πίσω τμήμα του αρχαίου ελληνικού ναού, θέση αντίθετη προς τον πρόναο. Ο. είχαν οι περισσότεροι από τους ελληνικούς ναούς και ιδιαίτερα οι περίπτεροι. Ο ο. του Παρθενώνα στην Αθήνα σχημάτιζε τη δυτική στοά και κλεινόταν με υψηλά διάφρακτα, τα… …   Dictionary of Greek

  • προεισοικίζομαι — Α 1. εισάγω στην οικία προηγουμένως («Ἰακὼβ τὴν Λείαν προεισοικισάμενο», Κύριλλ.) 2. αφομοιώνω κάτι («ἅς [ἀρετὰς] ἀναγκαῑον μὲν προεισοικίσασθαι καὶ ἐν στέρνοις ἔχειν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσοικίζω «εισάγω ως κάτοικο, εξοικειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”