ζευγάριον

ζευγάριον

ζευγάριον, τό, dim. von ζεῦγος, kleines, schlechtes Gespann, Ar. Av. 583 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζευγάριον — a puny pair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγαρίου — ζευγάριον a puny pair neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγαρίων — ζευγάριον a puny pair neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγάρια — ζευγάριον a puny pair neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευγάρι — το (AM ζευγάριον, Μ και ζευγάριο και ζευγάριν) ζεύγος από βόδια για την καλλιέργεια τής γης (α. «ζευγάριον βοεικόν», Αριστοφ. β. «τίποτα δεν μάς μένει, ούτε ζευγάρι ούτε σπορά», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. 1. «κάνω ζευγάρι» καλλιεργώ, οργώνω 2. «βγήκαν… …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”