- κεστρῖνος
κεστρῖνος, ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχϑύων; vgl. E. M 506, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεστρῖνος, ὁ, = κεστρεύς; Anaxandr. Ath. VII, 307 f; Hyperid. bei Harpocr.; aber nach B. A. 271 τόμια καὶ τεμάχη τῶν ἰχϑύων; vgl. E. M 506, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεστρῖνος — pieces of the fish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρίνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Έλενου και της Ανδρομάχης και καταγόταν από την Ήπειρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του και την άνοδο του Μολοσσού, γιου του Πύρρου, στον θρόνο, ο Κ. διέσχισε με εθελοντές τον ποταμό Θύαμη και επιχείρησε την… … Dictionary of Greek
κεστρῖνοι — κεστρῖνος pieces of the fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεστρίνου — Κέστρινος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεστρίνους — Κέστρινος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεστρίνων — Κέστρινος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cestrínvs — CESTRÍNVS, i, Gr. Κεστρίνος, ου, (⇒ Tab. XXXI.) des Helenus und der Andromacha Sohn, Pausan. Att. c. 11. p. 19. von welchem ein Theil des Epirus den Namen Cestrine bekam. Id. Corinth. c. 23. p. 127 … Gründliches mythologisches Lexikon
κεστρινίσκος — κεστρινίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κεστρίνος* … Dictionary of Greek
κεστρίνου — κεστρί̱νου , κεστρῖνος pieces of the fish masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρίνους — κεστρί̱νους , κεστρῖνος pieces of the fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστρίνων — κεστρί̱νων , κεστρῖνος pieces of the fish masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)