- κεραΐς [2]
κεραΐς, ΐδος, ἡ, nach Hesych. τῶν προβάτων τὰ ϑήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραΐς, ΐδος, ἡ, nach Hesych. τῶν προβάτων τὰ ϑήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράις — κεράϊς, ιδος, ἡ (Α) άγριο ραπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ.. Η ομοιότητα με το ρωσ. chren και το τσεχ. křen, αν δεν είναι τυχαία, θα πρέπει να οφείλεται σε κοινό δανεισμό] … Dictionary of Greek
κεραΐς — κεραΐς, ΐδος, ἡ (Α) 1. είδος σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «κεραΐδες τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα» β) (για τη Μήδεια) «κορώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κερα ός + κατάλ. ίς] … Dictionary of Greek