κεραΐς

κεραΐς

κεραΐς, ῗδος, ἡ, ein dem Horn schädlicher, das Horn anfressender Wurm, v. l. Od. 21, 393 für κέρα ἶπες; nach Eust. auch κεράϊψ, κεράϊπος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεράις — κεράϊς, ιδος, ἡ (Α) άγριο ραπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ.. Η ομοιότητα με το ρωσ. chren και το τσεχ. křen, αν δεν είναι τυχαία, θα πρέπει να οφείλεται σε κοινό δανεισμό] …   Dictionary of Greek

  • κεραΐς — κεραΐς, ΐδος, ἡ (Α) 1. είδος σκουληκιού που φθείρει τα κέρατα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «κεραΐδες τῶν προβάτων τὰ θήλεα, τὰ ἔνδον ὀδόντας ἔχοντα» β) (για τη Μήδεια) «κορώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κερα ός + κατάλ. ίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”