- κεράμβηλον
κεράμβηλον, τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράμβηλον, τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… … Dictionary of Greek
κεράμβηλον — scarecrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμβηλα — κεράμβηλον scarecrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek