γερούσιος

γερούσιος

γερούσιος, von γέρων, entstanden aus ΓΕΡΌΝΤΣΙΟΣ oder ΓΕΡΌΝΤΙΟΣ; = was den γέροντες, d. h. den Vorstehern, den Aeltesten der Gemeinde, den Anführern des Volkes zukommt oder angehört; Hom. dreimal, den vierten Fuß schließend: Odyss. 13, 8 Iliad. 4, 259 γερούσιον αἴϑοπα οἶνον Versende, den Ehrenwein, welchen die Geronten beim Könige trinken, vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 54, 19; Iliad. 22, 119 Τρωσὶν δ' αὖ μετόπισϑε γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν, die Aeltesten der Gemeinde sollen einen Eid leisten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γερούσιος — γερούσιος, α, ον (Α) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες*, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί β. «γερούσιος ὅρκος» ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί). [ΕΤΥΜΟΛ. < *γερόντ ιος <… …   Dictionary of Greek

  • γερούσιος — for masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσίων — γερούσιος for fem gen pl γερούσιος for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερούσιον — γερούσιος for masc acc sg γερούσιος for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσιώτατος — γερούσιος for masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσία — γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc nom/voc/acc dual γερούσιας member of the masc voc sg γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc voc sg (attic) γερουσίᾱ , γερούσιας member of the masc gen sg (doric aeolic) γερούσιας member of the masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσίας — γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc acc pl γερουσίᾱς , γερούσιας member of the masc nom sg (attic epic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερούσιος for fem acc pl γερουσίᾱς , γερούσιος for fem gen sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱς , γερουσία… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • γερουσίαι — γερούσιας member of the masc nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερούσιας member of the masc dat sg (attic doric aeolic) γερουσίᾱͅ , γερούσιος for fem dat sg (attic doric aeolic) γερουσία Council of Elders fem nom/voc pl γερουσίᾱͅ , γερουσία Council of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερουσίαις — γερούσιας member of the masc dat pl γερούσιος for fem dat pl γερουσία Council of Elders fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”