- κερητίζω
κερητίζω, erkl. Hesych. βασανίζω; aber Plut. X. oratt. Isocr. p. 244 scheint es verderbt, vielleicht aus κελητίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερητίζω, erkl. Hesych. βασανίζω; aber Plut. X. oratt. Isocr. p. 244 scheint es verderbt, vielleicht aus κελητίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερητίζω — (Α) 1. πιθ. αγωνίζομαι σε αγώνα με ράβδο καμπυλωτή στην άκρη και με μικρή σφαίρα, όπως οι σημερινοί παίκτες τού γκολφ 2. (κατά τον Ησύχ.) «κερητίζει βασανίζει» … Dictionary of Greek