- κερο-πλάστης
κερο-πλάστης, ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερο-πλάστης, ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηλοπλάστης — ο, Ν αυτός που πλάθει τον πηλό, ο κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] … Dictionary of Greek
τυφλοπλάστης — ὁ, Α αυτός που πλάθει ανόητα ψεύδη («τὰς ματαίους... καὶ χλεύης ἀξίας μυθογράφων ἢ μιμολόγων ἢ τυφλοπλαστῶν τὰ μηδενὸς ἄξια σεμνοποιούντων μακρὰς ῥήσεις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. κερο πλάστης] … Dictionary of Greek