κερδίων

κερδίων

κερδίων, ον, comparat. (von κέρδος abgeleitet), nützlicher, vortheilhafter, übh. besser; bei Hom. in den Vrbdgn ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη u. καί κεν πολὺ κέρδιον ἦεν, z. B. Il. 3, 41. 7, 28; – κερδίων Pind. N. 5, 17. Vgl. κέρδιστος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερδίων — κερδίων, κέρδιον (Α) επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός τού επιθ. κερδαλέος] …   Dictionary of Greek

  • κερδίων — κέρδος gain neut gen pl (doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (doric) κερδί̱ων , κερδίων more profitable masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδιστον — κερδίων more profitable masc acc sg κερδίων more profitable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδίστη — κερδίων more profitable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδίστην — κερδίων more profitable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδίστου — κερδίων more profitable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδιστος — κερδίων more profitable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδιον — κερδαίνω gain imperf ind act 3rd pl (doric) κερδαίνω gain imperf ind act 1st sg (doric) κέρδῑον , κερδίων more profitable masc/fem voc comp sg κέρδῑον , κερδίων more profitable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] …   Dictionary of Greek

  • κερδίονος — κερδί̱ονος , κερδίων more profitable gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”