κερδίων — κερδίων, κέρδιον (Α) επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός τού επιθ. κερδαλέος] … Dictionary of Greek
κερδίων — κέρδος gain neut gen pl (doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (doric) κερδί̱ων , κερδίων more profitable masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιστον — κερδίων more profitable masc acc sg κερδίων more profitable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστη — κερδίων more profitable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστην — κερδίων more profitable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίστου — κερδίων more profitable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιστος — κερδίων more profitable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδιον — κερδαίνω gain imperf ind act 3rd pl (doric) κερδαίνω gain imperf ind act 1st sg (doric) κέρδῑον , κερδίων more profitable masc/fem voc comp sg κέρδῑον , κερδίων more profitable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] … Dictionary of Greek
κερδίονος — κερδί̱ονος , κερδίων more profitable gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)