- κερδάριον
κερδάριον, τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερδάριον, τό, dim. von κέρδος, kleiner Gewinn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερδάριον — κερδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέρδος) μικρό κέρδος, ασήμαντη ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek