- κερμα-δότης
κερμα-δότης, ὁ, od. κερμοδότης, = κερματιστής, Nonn. Io. 2, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερμα-δότης, ὁ, od. κερμοδότης, = κερματιστής, Nonn. Io. 2, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερμοδότης — κερμοδότης, ὁ (Α) αυτός που ανταλλάσσει χρήματα, κερματιστής*, αργυραμοιβός, σαράφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα + δότης (< δότης < δίδωμι). Από το θ. τής ονομαστικής, αντί κερματο δότης (πρβλ. ζωο δότης, χρηματο δότης)] … Dictionary of Greek