κεραμεικός

κεραμεικός

κεραμεικός, den Töpfer betreffend; τροχός, Töpferscheibe, Xen. Conv. 7, 2; 8. Emp. adv. phys. 2, 51; – nach Hesych. κεραμεικὴ μάστιξ, = ὀστρακισμός, soll wohl κεραμική heißen, s. unten u. vgl. Lob. zu Phryn. 147. – S. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κεραμεικός — the Potters Quarter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικός — the Potters Quarter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • Κεραμεικός — ο δήμος της αρχαίας Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμεικά — κεραμεικός the Potters Quarter neut nom/voc/acc pl κεραμεικά̱ , κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc/acc dual κεραμεικά̱ , κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικῶν — κεραμεικός the Potters Quarter fem gen pl κεραμεικός the Potters Quarter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικόν — κεραμεικός the Potters Quarter masc acc sg κεραμεικός the Potters Quarter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Керамик — (Κεραμεικός) дем в Аттике, область которого обнимала часть Афин и их окрестностей. Стена Фемистокла разделила область К. на две части. Здесь находились известнейшие из афинских ворот Δίπυλον, через которые вела дорога в Пирей и священная дорога в …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κεραμεικαῖς — κεραμεικός the Potters Quarter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμεικαί — κεραμεικός the Potters Quarter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραμεικοῖς — Κεραμεικός the Potters Quarter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”