προ-θύω

προ-θύω

προ-θύω (s. ϑύω), vorher od. vorläufig opfern; προϑυσόμενος τῆς ποιήσεως Ar. Thesm. 38; πρὸ πάντων ϑεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προϑύειν Plat. Crat. 401 d; προεϑύετο ταῖς Μούσαις Plut. Lycurg. 21; für Einen opfern, παιδὸς προϑύσων ξένια καὶ γενέϑλια Eur. Ion. 805; ὑπὲρ χϑονός Suppl. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προθύω — Α 1. προσφέρω θυσία προηγουμένως 2. ενεργώ ως προθύτης 3. μτφ. σφάζω κάποιον προηγουμένως («δέδια μὴ προθύσηταί με τοῡ πολέμου χεῑρα οὐ μικρὰν ἤδη περιβελβημένος», Λουκιαν.) 4. θυσιάζω για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θύω «θυσιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • προπολέμιος — ον, Α 1. (κυρίως για θυσίες) αυτός που γίνεται πριν από τον πόλεμο («τὰ ἱερὰ τὰ προπολέμια», Δίων Κάσσ.) 2. φρ. «τὰ προπολέμια ποιῶ [ή θύω]» προσφέρω θυσίες πριν από τον πόλεμο προκειμένου να εξασφαλίσω τη νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πόλεμος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”